- κατερεύγομαι
- κατερεύγομαι (Α)φέρνω με ρέψιμο την τροφή από το στομάχι και τη φτύνω πάνω ή μπροστὰ σε κάποιον («ὡς θερμὸν ἡ μιαρὰ τί μου κατήρυγεν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρεύγομαι «ρεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατερεύγομαι — κατερεύγω pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)